ἐπαμοιβαδίς

ἐπαμοιβαδίς
ἐπαμοιβαδίς
interchangeably
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαμοιβαδίς — ἐπαμοιβαδίς και ἐπαμοιβαδόν (Α) επίρρ. 1. αμοιβαία («ὧς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς», Ομ. Οδ.) 2. εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβ αδίς (< αμείβω «ανταλλάσσω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας αμειβ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”